τεϋλορισμός

τεϋλορισμός
ο, Ν
(οικον.) παραδοσιακό σύστημα οργάνωσης τής εργασίας στα εργοστάσια, τού οποίου οι βασικές αρχές ήταν η χρησιμοποίηση στον μέγιστο βαθμό τού τεχνικού εξοπλισμού, η κατάργηση τών άχρηστων κινήσεων τού εργάτη και η οργάνωση και προπαρασκευή τών εργασιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. taylorism, από το όν. τού Αμερικανού μηχανικού Fr. Taylor + κατάλ. -ism].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”